σφυρωτός
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
German (Pape)
[Seite 1053] gehämmert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σφῡρωτός: -ή, -όν, (σφυρόω) ἐσφυρηλατημένος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σφυρῶ
σφυρηλατημένος, σφυροκοπημένος.