σόπρα

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

Ν
1. ναυτ. επάνω
2. φρ. «παίρνω σόπρα»
ναυτ. προλαβαίνω τον άνεμο, σοπράρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sopra «πάνω»].