σύντηξη
From LSJ
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
Greek Monolingual
η / σύντηξις, -ήξεως, ΝΑ συντήκω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συντήκω
νεοελλ.
φυσ. πυρηνική διαδικασία η οποία περιλαμβάνει σειρά πυρηνικών αντιδράσεων μεταξύ ατομικών πυρήνων ελαφρών χημικών στοιχείων, οι οποίες οδηγούν στον σχηματισμό πυρήνων βαρύτερων στοιχείων.