σύντηξις

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντηξις Medium diacritics: σύντηξις Low diacritics: σύντηξις Capitals: ΣΥΝΤΗΞΙΣ
Transliteration A: sýntēxis Transliteration B: syntēxis Transliteration C: syntiksis Beta Code: su/nthcis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A colliquescence, opp. περίττωμα (cf. σύντηγμα), Arist.PA677a13, GA726a21, 726b24, Thphr. CP 1.22.6, Lass.1, al.; esp. as a disease, Hp.Epid.1.8, Prog.12, al., Sor.2.7; τῆς κύστεως (diabetes) Cael.Aur.TP3.7: pl., Aret.SD1.13.
2 metaph., sympathy, Cic.Att.10.8.9.

German (Pape)

[Seite 1035] ἡ, das Zusammenschmelzen; – a) Verschmelzen, Verbindung durch Schmelzen, Theophr. u. Sp., wie Cic. Att. 10, 8. – b) das Zerschmelzen, die Auflösung, das Hinschwinden, bes. durch Schwindsucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύντηξις: ἡ, τὸ συντήκεσθαι, ἀντίθετον τῷ περίττωμα (πρβλ. σύντηγμα), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 2, 7, π. Ζ. Γεν. 1. 18, 63., 1. 19, 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 22, 6· μάλιστα ὡς νόσος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 946, Προγν. 40, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., σ. στοργῆς Κικ. πρὸς Ἀττ. 19. 8, 10.

Russian (Dvoretsky)

σύντηξις: εως ἡ гнойное выделение, гноетечение (ἡ σ. ἀεὶ νοσώδης Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύντηξις -εως, ἡ, Att. ook ξύντηξις [συντήκω] vloeibaar worden Plut. Aem. 14.9 totaal wegkwijnen. Hp.