ταλκ
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
το, Ν
1. τάλκης
2. βιομηχανικό παρασκεύασμα από αντιαλλεργική και αντισηπτική σκόνη που χρησιμοποιείται στη δερματολογία και την παιδική υγιεινή λόγω της μονωτικής και απορροφητικής δράσης του και, μετά από ανάλογο καθαρισμό, ως αντιελκωτικό και αντιδιαρροϊκό καθώς και ως συνθετικό τών διαφόρων τύπων οδοντόπαστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. talc < αραβ. talq].