ταρσιίδες
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια δενδρόβιων προπιθήκων με μοναδικό γένος τον τάρσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsiidae < tarsius (βλ. τάρσιος)].