ταρσιίδες

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. οικογένεια δενδρόβιων προπιθήκων με μοναδικό γένος τον τάρσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsiidae < tarsius (βλ. τάρσιος)].