τάρσιος

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. α) μοναδικό γένος δενδρόβιων προπιθήκων της οικογένειας ταρσιίδες, στο οποίο ανήκουν 3 είδη, που, σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς, συγκροτούν την ξεχωριστή υπόταξη τών πρωτευόντων τάρσιοι ή ταρσιοειδή
β) στον πληθ. οι τάρσιοι
άλλη ονομασία για τα ταρσιοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsius < νεολατ. tarsius (< ταρσός)].