τελειόμηνος
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek (Liddell-Scott)
τελειόμηνος: -ον, = τελεόμηνος, Μανασσ. Χρον. 148.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. τελεόμηνος.