τεταμένος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

-η, -ο / τεταμένος, -η, -ον, ΝΜΑ
βλ. τείνω.
επίρρ...
τεταμένως Α
με εξαιρετική ένταση ή ενεργητικότητα.