ενεργητικότητα
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα του ενεργητικού, δραστηριότητα, κινητικότητα, αποτελεσματικότητα, δραστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενεργητικός. Η λ. στον λόγιο τύπο ενεργητικότης μαρτυρείται από το 1842 στον Γ. Σερούϊο].