τεταρτορρόμβιο
From LSJ
το, Ν
ναυτ. καθένα από τα τεταρτημόρια στα οποία υποδιαιρείται καθένας από τους 32 ρόμβους του ανεμολογίου ναυτικής πυξίδας και αντιστοιχεί με τόξο 2° 48' 45", αλλ. τέταρτο, κν. καρτίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτο(ν) + ρόμβος + -ιον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].