τετράκλιμος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

German (Pape)

[Seite 1097] nach od. unter allen vier Himmelsstrichen, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκλῐμος: (χώρα), ἡ τὰ τέσσαρα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος, Νικήτ. 376Β.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που εκτείνεται προς όλα τα μέρη του ορίζοντα
2. το θηλ. ως ουσ.τετράκλιμος
(ενν. χώρα) τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όλη η γη («πᾶσαν τὴν τετράκλιμον διελθών», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κλιμος (< κλῖμα «σημείο του ορίζοντα»)].