τετραγραμμιαίος

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(για χρυσά νομίσματα) αυτός που ζυγίζει τέσσερα γράμματα, τα οποία ήταν υποδιαίρεση μέτρου βάρους («τετραγραμμιαῖα νομίσματα», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + γράμμα «υποδιαίρεση μέτρου βάρους» + κατάλ. -ιαῖος].