τετταρακονταετίς

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de quarante ans.
Étymologie: τεσσαράκοντα, ἔτος.