τεχνολογικώς
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
τεχνολογικῶς ΝΜΑ
βλ. τεχνολογικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεχνολογία, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία επιθ. τεχνολογικός].