τεχνολογικῶς
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
German (Pape)
[Seite 1104] kunstgemäß abhandelnd, Draco.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνολογικῶς: Ἐπίρρ., κατὰ τεχνολογίαν, Δράκων 147.
Greek Monolingual
τεχνολογικῶς ΝΜΑ
βλ. τεχνολογικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεχνολογία, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία επιθ. τεχνολογικός].