τηλυγέτης

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

German (Pape)

[Seite 1107] ὁ, = τηλύγετος, Phot. lex.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. τηλύγετος.