τμηματάρχης

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346

Greek Monolingual

ο, Ν
1. προϊστάμενος τμήματος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας
2. βαθμός στη διοικητική ιεραρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήμα, -ατος + -άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].