τμηματάρχης

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. προϊστάμενος τμήματος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας
2. βαθμός στη διοικητική ιεραρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήμα, -ατος + -άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].