τμηματάρχης
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
Greek Monolingual
ο, Ν
1. προϊστάμενος τμήματος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας
2. βαθμός στη διοικητική ιεραρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήμα, -ατος + -άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].