τοιχίο
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Greek Monolingual
το / τοιχίον, ΝΑ τοῖχος
(υποκορ. του τοίχος) μικρός τοίχος, τοιχάκι
νεοελλ.
1. το μέρος του τοίχου που βρίσκεται και από τις δύο πλευρές πόρτας ή παραθύρου
2. η εξωτερική όψη της θήκης του ουραίου πυροβόλου όπλου
3. ενισχυμένος τοίχος που ενώνει δύο ή και περισσότερους στύλους πιλοτής ενός κτηρίου ως πρόσθετο στοιχείο αντισεισμικότητας.