τολμηρότητα

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

η, Ν
το να είναι κανείς τολμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τολμηρός. Η λ., στον λόγιο τ. τολμηρότης, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].