τομία

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek (Liddell-Scott)

τομία: ἡ, = τομὴ ΙΙ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 622.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
η τομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τομή, κατά τα θηλ. σε -ία].