τοπικῶς
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
French (Bailly abrégé)
adv.
par rapport au lieu, d'un point de vue local.
Étymologie: τοπικός.
Russian (Dvoretsky)
τοπικῶς: в смысле (чисто) протяженном (οὐ τ., ἀλλὰ σωματικῶς Plut.).