τοποφύλαξ

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek (Liddell-Scott)

τοποφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, φύλαξ τόπου, Συλλ. Ἐπιγρ. 9546.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας ενός τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + φύλαξ.