τρίκρανο

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το γεωργικό εργαλείο τρικράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. επιθ. τρίκρανος.