τρίπατος

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίπατος, -ον, ΝΜ
τριώροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πάτος (πρβλ. δίπατος)].