γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
-η, -ο1. αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες2. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει δυό πατώματα, διώροφος.