δίπατος

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες
2. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει δυό πατώματα, διώροφος.