τραβερσάρω

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

Ν
ναυτ.
(ιδιωμ. τ.) κάνω τραβερσάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traversare «διέρχομαι, διαπλέω»].