ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
Νναυτ.(ιδιωμ. τ.) κάνω τραβερσάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traversare «διέρχομαι, διαπλέω»].