τραγανιστός

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανός («τραγανιστές πατάτες»).
επίρρ...
τραγανιστά Ν
με τραγανιστό τρόπο, με τραγάνισμα.