τραγόπαπας

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(χλευαστικά) παπάς, τραγογένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + παπάς].