τρακατρούκα

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

και στρακαστρούκα, η, Ν
1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει ζωηρούς κρότους με αλλεπάλληλες εκρήξεις, κροτίδα
2. στον πληθ. οι τρακατρούκες
μτφ. στομφώδεις απειλές ή υποσχέσεις που μένουν απραγματοποίητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο τράκα τρούκα που παράγει].