τραχηλιάζω

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek (Liddell-Scott)

τραχηλιάζω: τραχηλιάω, ἔναντί τινος τραχηλιάζειν Ἰσίδ. Πηλουσ. 1. 368.

Greek Monolingual

Μ τράχηλος
τραχηλιῶ.