μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
-ή, -ό / τραχηλικός, -ή, -όν, ΝΑ τράχηλοςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο, τραχηλιαίος.