τραχηλικός

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / τραχηλικός, -ή, -όν, ΝΑ τράχηλος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο, τραχηλιαίος.