τρισχειρότερος
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
πάρα πολύ χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + χειρότερος·].