τρομαλέος

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek (Liddell-Scott)

τρομαλέος: -α, -ον, ὁ τρέμων, περίτρομος, Θεοδ. Προδρ. Κατὰ Ροδ. καὶ Δοσ. 153 (;).

Greek Monolingual

-α, -ον, Μ
περίτρομος, τρομερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηραλέος, ῥωμαλέος)].