τσαγγάριος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
και τζαγκάριος, σαγγάριος, τσανγάριος και τζάγκαρος, ὁ, Μ
τσαγκάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάγγη «είδος βασιλικού υποδήματος» + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -ārius, πρβλ. ταβουλάριος].