δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
Ν1. προσθέτω τσόντα2. μτφ. συμβάλλω στην συμπλήρωση ενός χρηματικού ποσού («πρέπει να τσοντάρουμε όλοι για να μάς φτάσουν τα χρήματα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zontare].