τσοντάρω

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

Ν
1. προσθέτω τσόντα
2. μτφ. συμβάλλω στην συμπλήρωση ενός χρηματικού ποσού («πρέπει να τσοντάρουμε όλοι για να μάς φτάσουν τα χρήματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zontare].