τσόντα
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. κομμάτι υφάσματος που προστίθεται σε ένα φόρεμα για να το μακρύνει ή να το φαρδύνει
2. (γενικά) κάθε κομμάτι που τίθεται ως προσθήκη σε κάτι άλλο
3. (κατ' επέκτ.) καθετί που παρεμβάλλεται σε κάτι άλλο χωρίς να έχει καμιά σχέση μαζί του
4. εμβόλιμη σκηνή πορνό κατά την προβολή ταινίας με άλλο θέμα
5. συνεκδ. ταινία πορνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zonta].