τσόντα

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

η, Ν
1. κομμάτι υφάσματος που προστίθεται σε ένα φόρεμα για να το μακρύνει ή να το φαρδύνει
2. (γενικά) κάθε κομμάτι που τίθεται ως προσθήκη σε κάτι άλλο
3. (κατ' επέκτ.) καθετί που παρεμβάλλεται σε κάτι άλλο χωρίς να έχει καμιά σχέση μαζί του
4. εμβόλιμη σκηνή πορνό κατά την προβολή ταινίας με άλλο θέμα
5. συνεκδ. ταινία πορνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zonta].