τσουκάλι

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211

Greek Monolingual

και τσικάλι, το, Ν
1. πήλινη ή και μεταλλική χύτρα
2. ουροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zucca].