τσουκάλι

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

και τσικάλι, το, Ν
1. πήλινη ή και μεταλλική χύτρα
2. ουροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zucca].