ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
και τσιριχτός, ο, Ν τσυρίζω / τσιρίζωαυτός ο οποίος γίνεται με τσιρίδες, με διαπεραστικές κραυγές («τσυριχτό κλάμα»).