τύχωμι

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

French (Bailly abrégé)

1ᵉ sg. sbj. ao.2 épq. de τυγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

τύχωμι: эп. = τύχω.