υγειονόμος

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162

Greek Monolingual

ο, η, Ν
δημόσιος λειτουργός που είναι προϊστάμενος υγειονομικής υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγεία + -νόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].