υγειονόμος

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

ο, η, Ν
δημόσιος λειτουργός που είναι προϊστάμενος υγειονομικής υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγεία + -νόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].