υγροβάτραχος

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος βατράχου, σε αντιδιαστολή προς τον ξηροβάτραχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + βάτραχος.