υδροπαγής

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
παγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφοπαγής].