υμενίσκος

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
μικρός λεπτός υμένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υμένας + -ίσκος (πρβλ. τροχίσκος)].