Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
-ον, Ααυτός που αγαπά τους εγκωμιαστικούς ύμνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + φίλος (πρβλ. λογόφιλος)].