υμών

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

Α
γεν. πληθ. της προσ. αντων. β' προσ. συ.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ὑμεῖς].