Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
Αγεν. πληθ. της προσ. αντων. β' προσ. συ.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ὑμεῖς].