υμών

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469

Greek Monolingual

Α
γεν. πληθ. της προσ. αντων. β' προσ. συ.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ὑμεῖς].